- αρτίδιο
- τομικρός άρτος, ψωμάκι.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
αρτίδιο — το (Α ἀρτίδιον) [άρτος] ψωμάκι (κυρίως αυτό που προσφέρεται σε αρτοκλασίες ή μνημόσυνα) αρχ. κομμάτι, φέτα ψωμιού … Dictionary of Greek